παραβατικῶς

παραβατικῶς
παραβατικῶς
παραβατικός
disposed to transgress: adverbial

Morphologia Graeca. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παραβατικῶς — παραβατικός disposed to transgress adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραβατικός — ή, όν, Α [παραβατός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή είναι διατεθειμένος σε παράβαση, σε αθέτηση 2. αυτός που ανήκει ή ο σχετικός με την παράβαση τής αρχαίας αττικής κωμωδίας. επίρρ... παραβατικῶς Α φρ. «παραβατικῶς ἔχω τινός» είμαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”